Τα Παντερμάκια μεγάλωσαν!

30 ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΡΙΕΡΑ

Ο Γιώργος & ο Χάρης μιλάνε για μουσική, παράδοση, μπαλωθιές & κούπες.

Συνέντευξη: Γιώργος Κολομπάκης | Φωτογραφίες: Πέτρος Παττακός, Cimelio Team

Με τον Γιώργο και τον Χάρη Παντερμάκη γνωριζόμαστε από
10 χρονών παιδάκια. Τότε που μαζί μαθαίναμε κρητικούς
χορούς στην σχολή του Διγενή – ο γιος του οποίου, ο Ηλίας,
είναι σήμερα στο συγκρότημά τους. Μαζί και στο σχολειό,
στο Λύκειο που μας ταξίδευαν με τη μουσική τους σε κάθε
γιορτή και σχόλη. Έχουμε γλεντήσει μαζί, έχουμε χορέψει
μαζί, ποτέ ως σήμερα όμως δεν είχαμε κάνει μαζί μια κου-
βέντα μπροστά από ένα μικρόφωνο. Αυτή η συζήτηση φί-
λων παιδικών – με πολλά κομμάτια της λογοκριμένα από
μένα – φτάνει σήμερα σε εσάς μέσα από τις σελίδες του Go
Hania.

Φέρνουμε τον νέο να
ακούσει πιο σύγχρονα
τραγούδια και
ενορχηστρώσεις, όμως
του περνάμε και το
κλασικό παραδοσιακό
κρητικό τραγούδι.

 

Πότε ξεκινήσατε να μαθαίνετε και να παί-
ζετε μουσική; Γ.Π.: Ξεκινήσαμε σε ηλικία 10 ετών με πρώτο δάσκαλο τον Μανώλη τον Τζινευράκη. Ερχόταν στο σπίτι μας και μας δίδασκε. Εξαιρετικός καλλιτέχνης και σπουδαίος άνθρωπος. Μετά σταματήσαμε 12-13 ετών διότι πέθανε ο δάσκαλός μας και
ακολούθως κάναμε μαθήματα με τον Ross Daily. Αυτοί ήταν οι δάσκαλοι μας στα ξεκινήματά μας.
Ποια ήταν η αιτία να ξεκινήσετε με την
παραδοσιακή μας μουσική; Χ.Π.: Αφορμή ήταν η οικογένεια και
κυρίως ο πατέρας μας που ήταν ταγμένος στην παράδοση. Λάτρευε τη μουσική, λάτρευε τον χορό και ξοπίσω του και εμείς.
Ξεκινήσαμε ως χορευτές και αργότερα μπήκαμε και στα όργανα με προτροπή του πατέρα μας.
Γ.Π.: Μετά έγινε και δικό μας θέλω το να παίζουμε και να γίνουμε επαγγελματίες. Ο Γιώργος παίζει λαούτο και ο Χάρης λύρα. Υπάρχει ιστορία πίσω από αυτή την κατανομή ή ήταν τυχαίο γεγονός;
Γ.Π.: Τυχαίο. Είχαμε ένα λαούτο στο σπίτι και το ψιλογρατζουνούσα και όταν πήγαμε να μάθουμε πλέον μουσική είπαμε να το μοιράσουμε. Ως πιτσιρικάδες παίζατε για παραδοσιακά συγκροτήματα σε παραστάσεις σχολών χορού. Πότε συνειδητοποιήσατε ότι θέλετε να το κάνετε επάγγελμα;
Χ.Π.: Δε νομίζω ότι υπήρχε αυτή η κάποια στιγμή που το συνειδητοποιήσαμε. Δεν είπαμε πάμε να το κάνουμε επάγγελμα, ξεκινάμε. Έτυχε. Ήρθε έτσι το πράγμα.
Γ.Π.: Ίσα ίσα που δεν είχαμε την προτροπή να το κάνουμε γιατί η μητέρα μας δεν ήθελε να γίνουμε επαγγελματίες. Εντωμεταξύ την χάσαμε νωρίς οπότε…
Χ.Π.: Ξεκινήσαμε απλά πολύ νωρίς και όταν ξεκινήσεις νωρίς, δύσκολα φεύγεις όταν σου αρέσει.

Πείτε μου πότε ήταν η πρώτη φορά που παίξατε σε σκηνή – άσχετα αν πληρωθήκατε ή όχι – και πότε ήταν η πρώτη σας
φορά, επαγγελματικά.
Γ.Π.: Το πρώτο πρώτο γλέντι που έπαιξα και πληρώθηκα δεν ήταν με τον Χάρη. Ήταν 5 και 6 Αυγούστου στο Ξηροστέρνι με τον Μπακατσάκη τον Μιχάλη τον Πρεσβύτερο, το 1987 σε ηλικία 13 ετών. Αλλά το πρώτο με τον Χάρη, ήταν λίγο αργότερα.
Χ.Π.: Ήταν η βάπτιση του Χαιρέτη του φωτογράφου πλέον σήμερα. Του αδελφού του Γιώργη του μουσικού, του συναδέλφου μας. Ήταν στο Πλατάνι, στην ταβέρνα του Κουτρουμπά το 1987 ή 88 δε θυμάμαι ακριβώς. Από εκεί ξεκινήσαμε να παίζουμε
μαζί.

Σταδιακά αρχίζετε να κτίζετε ένα όνομα.
Χ.Π.: Καλά μην νομίζεις ότι είχαμε τις τόσες δουλειές τότε, ήμασταν στο σχολείο ακόμα. Μας τύχαινε καμία δουλίτσα που
και που. Τελειώνοντας το λύκειο, ο Γιώργος έχει ήδη ξεκινήσει να παίζει με τον Ντουρουντού τον Νίκο και μετά με τον Ζωιδάκη
τον Νίκο για 3 χρόνια. Εγώ έπαιζα και με άλλους συναδέλφους.
Γ.Π.: Με τον Κουμή τον Πέτρο έπαιζες και άλλους. Μετά φεύγει στην Αθήνα ο Χάρης
Χ.Π.: Όντως μετά φεύγω Αθήνα εγώ. Δηλαδή εκεί που τελειώνουμε το λύκειο χωρίζουμε. Μετά έκανα το στρατιωτικό
μου και αποστρατεύτηκα το 1994. Εκείνη την περίοδο, παίζουμε παράλληλα αλλά ελάχιστα μαζί.
Γ.Π.: Εκείνη την περίοδο εγώ έπαιζα με τον Μανωλιούδη. Ο Χάρης μετά φεύγει Ιταλία και το 1996 που επιστρέφει ουσιαστικά ξεκινάει η κοινή μας καριέρα.
Χ.Π: Ναι, τότε είπαμε οκ, τώρα αφήνουμε ό,τι κάνει ο καθένας παράλληλα και ξεκινάμε μαζί. Εκεί πλέον ξεκινάνε τα Παντερμάκια μαζί με τον Γιάννη τον Βρεττό από το Ρέθυμνο. Φαντάσου ότι ήμασταν και οι δυο στο Ρέθυμνο εκείνη την περίοδο γιατί ήμασταν εκεί στο Υπουργείο Πολιτισμού.
Πότε επιστρέφετε στα Χανιά και γίνεται το δέσιμο με την υπόλοιπη ομάδα που ξέρουμε;
Χ.Π.: Ο Γιώργης επέστρεψε το 1996 και εγώ το 1998. Μέχρι που έφυγε από την ζωή ο Γιάννης ο Χατζηδάκης συνεχίζαμε έτσι. Έπειτα περάσαμε μια περίοδο που δεν ήμασταν καλά – και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα απείχαμε. Η πρώτη εμφάνιση μετά το συμβάν, έγινε στον χώρο που τώρα είναι το Dome – τότε ήταν μουσική σκηνή και είπαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Ο Τσούρτος γειτονάκι του Γιώργου – είχαν κάνει μια αρχική κουβέντα και από εκεί κάπου ξεκινάμε. Μάρτη του 2000. Αρχικά
ο Δημήτρης (Τσούρτος) ήρθε για εκείνη την εμφάνιση. Όμως η παρέα έδεσε και το τελικό σχήμα έγινε με εμάς, τον Δημήτρη και
τον Παπακυριακού τον Πέτρο, ένα κοπέλι από την Θεσσαλονίκη με τον οποίο ξεκινήσαμε και τις παραστάσεις στην Πρόβα το 2002.
Γ.Π.: Ενδιάμεσα εμφανιστήκαμε στο τότε Gasoline με ένα πιο πλούσιο σχήμα και από εκεί προέκυψε η Πρόβα. Είμαστε πλέον στο «νέο» ρεπερτόριο και τις εμφανίσεις στην Πρόβα.
Γ.Π.: Ναι, τολμάμε να κάνουμε αυτό που κάναμε στην Πρόβα. Μαγαζί με Κρητική μουσική χωρίς φαγητό, χωρίς μεγάλη
πίστα, μουσική όχι και τόσο πολύ χορευτική που κρατούσε σχεδόν 2 ώρες. Σαν μουσική παράσταση.
Όπου μπαίνει στο μυαλό σας το σχήμα αυτό και το είδος της παράστασης να πάει σε δικό του χώρο.
Γ.Π.: Από τη μέρα που πήγαμε στην Πρόβα, θέλαμε να μπούμε και μετοχικά στο μαγαζί, αλλά δεν έγινε και απλά ήμασταν εκεί ως μουσικοί. Στη διετία πάνω, οι επιχειρηματίες του τότε Gasoline ήθελαν να πουλήσουν την επιχείρηση και εμείς ώριμοι να κάνουμε το επόμενο βήμα και έτσι κάναμε τον δικό μας χώρο. Έτσι έγιναν
τα Ταμπακαριά και κράτησαν 10 ολόκληρα χρόνια.
Χ.Π.: Εμείς μπήκαμε τον Νοέμβριο του 2004 – εμείς, ο Δημήτρης ο Τσούρτος και ο Ηλιακής ο Νίκος – αυτοί ήμασταν η επιχειρηματική ομάδα και αποχωρήσαμε τον Μάιο του 2014. Σκέψου ότι μαζί με την Πρόβα, επί 12 χρόνια, παίζαμε κάθε χει-
μώνα – σχεδόν κάθε βράδυ αρχικά και μετά κάθε Σαββατοκύριακο στα Χανιά. Τότε που ο κόσμος που επέλεγε τα Κρητικά δεν ήταν τόσος όσο σήμερα που έχει γίνει και λίγο της μόδας πάλι.
Νομίζω ότι η τότε κίνησή σας άνοιξε το πράγμα λίγο παραπάνω. Περίπου στην μέση της δική σας δεκαετίας ξε-
κίνησε το μεγάλο ρεύμα προς το διαφορετικό Κρητικό γλέντι, το πιο πλατύ, το πιο εύκολο στο αυτί του μέσου ακροατή. Νέα παιδιά μπαίνουν στο προσκήνιο όπως ο Γιώργος ο Χαιρέτης και μετέπειτα ο Μανώλαρης, ο Βαμβακάς κ.α. Εσείς ας το πούμε είστε η φουρνιά που σηματοδοτεί το όριο επαφής του παλιού γλεντιού με το παραδοσιακό μουσικό άκουσμα, με αυτό το νεώτερο που αγγίζει πλατύτερο κοινό…
Χ.Π.: Όντως πριν υπήρχε το λύρα –λαούτο και τα σταθερά ίδια μοτίβα. Αρχικά εμείς βάλαμε τα νέα όργανα, σκέψου ότι ο Δημήτρης παίζει κόντραμπάσο, το βαρύ το κλασικό. Κρουστά διαφόρων ειδών. Μια αλλαγή στο ηχόχρωμα της μουσικής. Πιο
απλά, ως τότε κάποιος μη φανατικός, όταν πήγαινε σε ένα γλέντι στο μισάωρο άρχιζε να δυσανασχετεί.
Γ.Π.: Αυτόν τον κόσμο προσέγγισε όλο αυτό με το νέο σχήμα. Τον άνθρωπο που θέλει να ακούσει κρητική μουσική χωρίς να βαρεθεί, που τον ενδιαφέρει να διασκεδάσει και ας μην χορέψει. Και να ζυμωθεί και με το όπως το αποκαλούμε πλέον – έντεχνο κρητικό – χωρίς να αποδέχομαι τον όρο.
Αυτό που αποκαλούμε σήμερα «Φαινόμενο Χαρούλη»
Γ.Π.: Αρχικά να σκεφτούμε – και το ξέρεις και εσύ Γιώργο – ότι στην δική μας γενιά, ελάχιστα παιδιά άκουγαν Κρητικά. Σχεδόν είχε χαθεί μια γενιά. Εμείς και εσύ ήμασταν από τις εξαιρέσεις, που χορεύαμε και ακούγαμε Κρητικά. Έτσι πολλά παιδιά – σήμερα 40-50 ετών δεν είχαν παραστάσεις με κρητική μουσική, γλέντια κ.α. Αυτούς μόνο με μια πιο πλατιά κρητική μουσική θα μπορούσες να τους προσεγγίσεις.

Σήμερα όμως, αυτό το πιο πλατύ κρητικό άκουσμα είναι στα σπίτια μας. Το κλασικό, παραδοσιακό άκουσμα, έχει σχεδόν χαθεί.
Χ.Π.: Κοντά σε αυτό που υπάρχει σήμερα στα σπίτια, θα ακουστεί και το κλασικό. Προς θεού δεν πρέπει να χαθεί η παραδοσιακή κρητική μουσική, όσο και αν σε κάποια αυτιά είναι βαριά και μονότονη. Αυτή είναι η παράδοσή μας.
Γ.Π.: Το κοινό που ακούει κρητική μουσική, υπάρχει. Η μουσική υπάρχει. Στα ίδια μοτίβα γράφουμε και σήμερα. Στα ίδια μέτρα. Άρα έχουμε μια ανανέωση όσο γράφονται νέα τραγούδια. Και είναι και το κοινό τόσο μεγάλο που μπορεί να επιλέξει
μεταξύ των πιο κλασικών ηχοχρωμάτων ή των πιο μοντέρνων να τα πω έτσι.
Το παράδειγμα Μαρτσάκη δηλαδή στο πιο κλασικό και με βιολί;
Γ.Π.: Όντως ο Αντώνης, αναβίωσε την δύναμη του βιολιού ως νέος άνθρωπος σε παραδοσιακά μέτρα και ύφος. Η παράδοση μας έχει βάθος.
Χ.Π.: Εμείς ναι μεν κάναμε αυτό που κάναμε και βάλαμε και άλλα όργανα και νέα τραγούδια – όπως τραγούδια του Ψαρονίκου, ή τραγούδια του Σκουλά. Εμείς όμως από την πρώτη μέρα πάντα περνούσαμε παραδοσιακά παιξίματα και τραγούδια. Φέρναμε λοιπόν τον νέο να ακούσει τα πιο σύγχρονα τραγούδια και ενορχηστρώσεις, όμως του περνούσαμε και το κλασικό παραδοσιακό κρητικό τραγούδι. Αυτό επιδιώξαμε να κάνουμε – όσο καλά μπορούσαμε να το κάνουμε.
Γ.Π.: Άλλωστε με τον παραδοσιακό ήχο μεγαλώσαμε, δεν μπορεί να αλλάξει αυτό.
Είμαστε μια άλλη γενιά και ηλικιακά και βάσει βιωμάτων εμείς. Οι γονείς μας «ματώνανε» να μας αγοράσουν μια παραδοσιακή στολή για να χορέψουμε με την σχολή μας.
Γ.Π.: Ναι και σε εποχές που δεν ήταν καν της μόδας. Σήμερα, ο κόσμος πάει κατά χιλιάδες σε παραστάσεις, πανηγύρια κ.α.
Αρχικά για τη διασκέδαση αλλά στο τέλος της βραδιάς θα έχει μάθει και ένα παραδοσιακό κρητικό τραγούδι. Μπορώ να γνωρίζω και λόγω της φιλίας μας, ότι όλα αυτά τα χρόνια δίνε-
τε παραστάσεις και στο εξωτερικό.
Γ.Π.: Εμείς εδώ και χρόνια, επισκεπτόμαστε τη Βόρεια Αμερική – ΗΠΑ και Καναδά και την Αυστραλία. Ευρώπη δεν έχουμε
πάει η αλήθεια είναι. Στην Αμερική όμως πάμε πολύ συχνά. Μετά το κλείσιμο του μαγαζιού, έχουμε ζήσει πάνω από 6 μήνες στο εξωτερικό. Βγαίνουμε 2-3 φορές κάθε χρόνο στο εξωτερικό.
Χ.Π.: Μας καλούν και νοιώθουμε πραγματικά μεγάλη υποχρέωση, που θέλουν να μας φιλοξενήσουν, να διασκεδάσουν μαζί μας. Εκεί βέβαια είναι το κάτι άλλο. Ιδιαίτερα στις ΗΠΑ που έχουν την
ευκαιρία να κάνουν άντε 1-2 γλέντια το χρόνο, βλέπεις πόσο το περιμένουν και πόσο έντονα το ζουν.
Γ.Π.: Ακόμα και στη Νέα Υόρκη που έχουν τη δυνατότητα να κάνουν ένα κρητικό γλέντι σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο, η εκεί νεολαία είναι πιο παραδοσιακή από εμάς εδώ.
Χ.Π.: Γιατί εκεί Γιώργο μου, οι γονείς τους είχαν ακούσματα μόνο από την παλιά κλασική κρητική μουσική και αυτό έχουν περάσει στα παιδιά τους.

Λοιπόν, αυτό που μου έχει κάνει τεράστια εντύπωση με εσάς, είναι η αποχή από τη δισκογραφία. Και μου έχει κάνει εντύπωση διότι οι πρώτες προσπάθειες ήταν απόλυτα επιτυχείς και σε επίπεδο οπτικοποίησης κάνατε ένα εξαιρετικό και πρωτοπόρο βιντεοκλίπ εκεί πίσω στο 2004 με σκηνοθέτη τον Θοδωρή Παπαδουλάκη στα πρώτα του βήματα.
Χ.Π.: Αρχίσαμε δισκογραφικά το 2003 και το 2005 έγινε ο «Χορός» που έγινε και το βίντεοκλιπ. Μετά μείναμε πολύ πίσω. Τόσο το μαγαζί αλλά και η δουλειά συνολικά μας πήγαν πίσω. Γράφουμε τραγούδια, γράφουμε μουσική αλλά δεν τα κάνουμε δίσκο. Δεν αφήναμε κάτι άλλο πίσω ώστε να μπούμε στο στούντιο.
Από συνεργασίες όμως πήγατε πολύ καλά, όπως π.χ. ο Νικολάου. Με ποιους άλλους θυμάστε καλές συνεργασίες;
Γ.Π.: Ναι! Ο Νικολάου ήταν άριστη συνεργασία. Ο Γιάννης μας έκανε μεγάλη τιμή. Ο άνθρωπος έχει γράψει απίστευτα τραγούδια όλα αυτά τα χρόνια. Η συνεργασία δε, δεν ήταν μόνο δισκογραφική αλλά και με εμφανίσεις και τηλεοπτικές παρουσίες. Από κει και πέρα, ήμασταν τυχεροί που συνεργαστήκαμε με μεγάλες φωνές και κορυφαίους καλλιτέχνες όπως ο Νίκος Μανιάς, ο Μανώλης ο Κακλής –γίγαντες. Και μας έκαναν να νοιώθουμε
όμορφα. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε τους Ζωιδάκη, Βασίλη Σκουλά, τον Μανωλιούδη τον Γιώργη, τον Χαλκιά, δεν θέλω να ξεχάσω κάποιον.
Χ.Π.: Είναι αυτό που είπαμε πριν, ήμασταν τυχεροί που προλάβαμε εκείνη την γενιά και τώρα είμαστε παρόντες και με
τους νεώτερους. Όπως επίσης έχουμε κάνει και τη συνεργασία με τον Μάνο τον Μαλαξιανάκη – σε άλλο πλέον επίπεδο, με άλλη λογική και ένα πολύ καλό αποτέλεσμα όπως το έχει δείξει ο κόσμος.
Γ.Π.: Ο Μάνος είναι ένα παιδί που μεγάλωσε παραδοσιακά. Γενικά ό,τι κάνουμε θέλουμε να έχει κάποιον σύνδεσμο. Με τον Μάνο συνεχίζουμε και θα κάνουμε και φέτος παραστάσεις. Λίγες και καλές, όπως και πριν. Μας αρέσει το αποτέλεσμα που βγαίνει.
Χ.Π.: Θα κάνουμε μάλλον και μια συναυλία σε ένα όμορφο θέατρο στον Μπρόνιερο… Θα δούμε. Υπάρχουν και άλλες συζητήσεις με άλλους καλλιτέχνες, θα δούμε. Δεν είναι πολύ εύκολο να κάνεις
συνεργασίες, θέλει χρόνο και σωστό timing από όλους. Αντιλαμβάνεσαι ότι, ό,τι γίνεται σε προετοιμασία θα πρέπει να γίνει παράλληλα με τις δουλειές μας, οπότε αυτό το δυσκολεύει το κάθε εγχείρημα.
Γ.Π.: Το κίνητρό μας είναι να υπάρχει χημεία – όχι το οικονομικό. Πρέπει να ταιριάζουμε ως άνθρωποι και να ταιριάζει και η αισθητική μας. Αυτό που κάνεις, αν δεν το νοιώθεις, θα το καταλάβει ο ακροατής.
Σε σχέση με τους νεώτερους, βλέπετε κάποιες βασικές διαφορές με την δική σας γενιά;
Χ.Π.: Στα ακούσματα είναι η βασική διαφορά. Άλλα ακούσματα είχαμε εμείς και άλλα αυτά τα παιδιά, και είναι απόλυτα λογικό αυτό να βγαίνει και στο παίξιμό του καθενός.
Γ.Π.: Τα βιώματα είναι διαφορετικά. Τα παιδιά αυτά – πολύ καλοί μουσικοί, ακούνε τα πιο σύγχρονα κρητικά τραγούδια και επίσης τα εξελίσσουν. Πολύ λογικό.
Χ.Π.: Έχουν σαφώς την δυνατότητα να μελετήσουν και παλαιότερα τραγούδια κάτι που τους βοηθάει στην εξέλιξή τους.

Θέλω να θυμηθείτε κάτι που σας έχει χαραχτεί στη μνήμη από κάποια παράστασή σας όλα αυτά τα χρόνια.
Χ.Π.: Είναι κάτι από μια παράσταση που δεν ήταν απόλυτα δική μας, ήμασταν μέρος ενός συνόλου. Ήταν το πιο όμορφο πράγμα που έχω ζήσει στην ζωή μου. Είμαστε ιδρυτικά μέλη του συλλόγου «Ο Χαρίλαος» παραδοσιακός μουσικός σύλλογος Αποκορώνου και κάνουμε μια πολύ σοβαρή προσπάθεια, να διατηρήσουμε και να διαδώσουμε τη μουσική της επαρχίας μας. Με αυτό το σύλλογο είχαμε μια εμφάνιση στο Ηρώδειο πέρυσι και εκεί πραγματικά ήταν ό,τι πιο έντονο έχω ζήσει. Ένα ρίγος, ένα δέος.
Γ.Π.: Συμφωνώ, αυτά τα 14 λεπτά ήταν κάτι το μοναδικό. Χαλάλι τα ξενύχτια, οι πίκρες και ό,τι έχω ζήσει σε αυτή την δουλειά, αυτό το τόσο μικρό χρονικό διάστημα ήταν ξεχωριστά συγκινησιακό.
Πάμε σε κάποια πιο κοινωνικά θέματα που έχουν στενή σχέση με το Κρητικό γλέντι. Έχουμε δύο φαινόμενα. Το ένα είναι οι κούπες και το άλλο οι μπαλωθιές. Εσείς ως μουσικοί, πώς αντιμετωπίζετε το φαινόμενο των μπαλωθιών αρχικά.
Χ.Π.: Εμείς το αποφεύγουμε πολλά χρόνια τώρα.
Γ.Π.: Εμείς ρωτάμε. Θα παίξετε μπαλωθιές; Ναι; Δεν ερχόμαστε. Είμαστε κατηγορηματικοί σε αυτό. Αν συμβεί το αντίθετο,
και τελικά παίξουν, αν κινδυνέψουμε θα κατεβούμε από το πάλκο. Δεν το παίζω άγιος και εγώ έχω παίξει μπαλωθιές. Αν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω είναι από τα πράγματα που δε θα έκανα ποτέ! Ποτέ στην ζωή μου δε θα ξανασχοληθώ με τα όπλα.
Χ.Π.: Είχε καταντήσει αηδία το όλο πράγμα. Δεν είναι παράδοση αυτό. Είναι τιμή μας να λέμε ότι είμαστε Κρητικοί και σκοτωνόμαστε στα γλέντια μας;
Εγώ το έχω γράψει και το έχω πει και από μικροφώνου. Να πάει ο πατέρας της νύφης ή του γαμπρού πολύ μακριά από
τον κόσμο και να παίξει 2, είναι η παράδοση μας. Το να πέφτουν 10.000 σφαίρες, δεν είναι παράδοση, είναι πόλεμος.
Γ.Π.: Βέβαια το χάλι της δεκαετίας του ’80 δεν υπάρχει. Οι νέες γενιές το έχουν μαζέψει το πράγμα..

Από την άλλη μεριά όμως, οι νέες γενιές έχουν «ξεφτιλίσει» το άλλο φαινόμενο, αυτό της κούπας.
Χ.Π.: Στον Αποκόρωνα πάντα είχαμε τις κούπες. Αλλά δεν υπήρχαν με αυτό τον τρόπο. Δεν κάνουμε άλλη δουλειά παρά
μόνο πίνουμε κούπες! Παρέα κάνουμε και πίνουμε και καμιά κούπα. Όχι αυτό που γίνεται σήμερα, με μέτρο. Σήμερα το πράγ-
μα έχει ξεφύγει. Όπως και στις μπαλωθιές πριν χρόνια.
Το κομμάτι του αλκοόλ εγώ το θεωρώ χειρότερο από τις μπαλωθιές.
Γ.Π.: Και τα δυο πράγματα σκοτώνουν. Αυτό πρέπει να το έχουμε στο μυαλό μας! Έχει πολιογίνει. Είναι ίσως μια λανθάνουσα
ανάγκη του να δείξεις κάτι. Πρέπει να προσέχουμε γενικά τις καταχρήσεις!

INFO Οι φωτογραφίες είναι από την φωτογράφιση για τη νέα αφίσα του συγκροτήματος. Μαζί τους ο Ηλίας Διγενάκης και ο Δημήτρης Τσούρτος.

Θα βρείτε όλες τις πληροφορίες για τις
εμφανίσεις του Γιώργου και του Χάρη στη
σελίδα τους στο facebook.

Leave a Reply