Σε μια εποχή που η μια μετά την άλλη οι σειρές είναι κακοαντιγραμμένα σενάρια από Βραζιλία, Μεξικό ή Αμερική και που έχουμε βαρεθεί να βλέπουμε σήριαλ σε στούντιο με κακοφτιαγμένα και πρόχειρα σκηνικά, έρχεται μια νέα, μεγάλη παραγωγή να τα ανατρέψει όλα. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα διασκευάζεται για την τηλεόραση ένα διεθνές best seller, το βιβλίο «Το Νησί» της Victoria Hislop και μια από τις υπογραφές αυτού του εγχειρήματος είναι Χανιώτικη!
Το βιβλίο της Victoria Hislop έγινε παγκόσμιο bestseller με 2.000.000 πωλήσεις εκ των οποίων 185.000 πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα. Εκδόθηκε στην Αγγλία το 2006, στην Ελλάδα το 2007 καθώς και σε 23 ακόμη χώρες και μέσα σε 4 χρόνια κατάφερε να εκτοξευθεί στις λίστες των πιο επιτυχημένων μυθιστορημάτων παγκοσμίως.
«Το είχα διαβάσει το βιβλίο όταν ακούστηκε ότι είχε γίνει best seller, δεν γνώριζα για τη Σπιναλόγκα, είχα μια ασαφή εικόνα για το που βρίσκεται αυτό το νησί, είναι και αυτό το όνομα το ξενικό και νόμιζα ότι είναι κάπου στη Μεσόγειο χωρίς να ξέρω ότι είναι τόσο κοντά, στην Κρήτη. Αυτό το βιβλίο έγινε πραγματικά αφορμή για να γνωρίσω μια πτυχή ενός κομματιού της ελληνικής ιστορίας που ούτε που φανταζόμουν ότι υπήρχε» μας είπε η Κατερίνα Λέχου και ο Στέλιος Μάϊνας συμπληρώνει:
«Είχα διαβάσει το βιβλίο της Hislop σε ένα καλοκαίρι και μου είχε κάνει εντύπωση το πώς ένας άνθρωπος που δεν προέρχεται από τον τόπο μας γνωρίζει τόσο καλά την Κρήτη, τους ανθρώπους της και τον ψυχισμό τους. Αργότερα, όταν γνώρισα την κυρία Hislop, κατάλαβα ότι είναι ίσως γιατί ο φιλελληνισμός και η απόσταση από το αντικείμενο δίνουν μια πιο καθάρια ματιά και μια μεγαλύτερη ψυχραιμία στα πράγματα διεισδύοντας συγχρόνως ίσως και βαθύτερα απ’ όσο θα μπορούσε ένας Έλληνας»
«Το Νησί» είναι η Σπιναλόγκα και η ιστορία που ξεκινά το 1939 και φτάνει μέχρι το 2001, είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα που αφορούν στη ζωή των κατοίκων της Πλάκας και της Σπιναλόγκας, οι οποίοι ήρθαν αντιμέτωποι με τη νόσο του Χάνσεν (τη λέπρα). Τη σκηνοθεσία της σειράς υπογράφει ο πολυβραβευμένος Χανιώτης σκηνοθέτης Θοδωρής Παπαδουλάκης, ταινίες του οποίου έχουν βραβευτεί τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό (24 διεθνή βραβεία), ενώ το ντεμπούτο του στην ελληνική τηλεόραση το έκανε με τη σειρά του Mega, «Μπαμπά μην τρέχεις».
«Είναι μια πολύ μεγάλη παραγωγή και μια από τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε είναι το μέγεθος όλης αυτής της παραγωγής προσπαθώντας να ακολουθήσουμε τις περιγραφές του βιβλίου, και να είμαστε όσο το δυνατόν πιο πιστοί σε αυτό που έχει περιγράψει η Victoria Hislop. Πιστοί και στην ίδια την ιστορία αλλά και στην αρχιτεκτονική της Κρήτης της εποχής εκείνης. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο και πολύ χρονοβόρο να μπορέσουμε να στήσουμε όλη αυτή την ατμόσφαιρα και τα σκηνικά της εποχής. Είναι περίπλοκο το να αποτυπώνεις μια άλλη εποχή, αλλά και πολύ ενδιαφέρον ταυτόχρονα. Μου αρέσει πολύ η ιστορία γενικότερα και χαίρομαι που, μέσα από τη δουλειά μου, μπορώ να κάνω μια επίσκεψη στο παρελθόν με πολλή έρευνα και από περιγραφές άλλων ανθρώπων για το πώς ήταν η ζωή τότε. Από κει και πέρα, παλεύω να μπορέσω όλο αυτό να το αναπαραστήσω μέσα στη δουλειά μου. Μου αρέσει πάρα πολύ, το διασκεδάζω και χαίρομαι όταν μου δίνεται η ευκαιρία να δώσω φως σε πτυχές της ζωής του νησιού μας που τείνουν να ξεχαστούν».
Ο αγώνας των λεπρών της Σπιναλόγκας για επιβίωση και για καλύτερες συνθήκες ζωής, πλέκεται αριστουργηματικά με τον αγώνα των κατοίκων της Πλάκας ενάντια στο κοινωνικό στίγμα που άφηνε η νόσος, όταν χτυπούσε το μέλος μιας οικογένειας.
Από τη μία αναπαρίσταται η ιστορία των κατοίκων της Πλάκας που πρέπει να κρατήσουν μυστική την ασθένεια, να αντιμετωπίσουν το χαμό των δικών τους ανθρώπων, αλλά και να συνεχίσουν τη ζωή τους για χάρη των παιδιών τους.
Από την άλλη, στην απέναντι όχθη, στην Σπιναλόγκα, οι μελλοθάνατοι Κρητικοί και Αθηναίοι Χανσενικοί, απομονωμένοι και «φυλακισμένοι» πάνω στο νησί, έχουν να αντιμετωπίσουν αρχικά τεράστιες δυσκολίες καθημερινής επιβίωσης. Καταφέρνουν ωστόσο να ξεπεράσουν τα προβλήματα, ευημερούν, παντρεύονται και κάνουν παιδιά, καλλιεργούν, κάνουν εμπόριο, συνεχίζουν να δημιουργούν και να ζουν.
Τη διασκευή του best seller υπογράφει η Μιρέλλα Παπαοικονόμου, ενώ τους χαρακτήρες της σειράς ζωντανεύουν πολλοί γνωστοί, σημαντικοί ηθοποιοί όπως ο Στέλιος Μάϊνας, η Κατερίνα Λέχου, ο Αιμίλιος Χειλάκης, ο Θοδωρής Κατσαφάδος, ο Αλέξανδρος Λογοθέτης, η Γιούλικα Σκαφιδά, η Μαρία Πρωτόπαππα, ο Ορφέας Αυγουστίδης, ο Τάσος Νούσιας, η Ευγενία Δημητροπούλου, η Αννίτα Κούλη και πολλοί άλλοι. Συνολικά εμφανίζονται 120 ρόλοι, ενώ συμμετέχουν πάνω από 500 βοηθητικοί ηθοποιοί.
Ο Στέλιος Μαϊνας και η Κατερίνα Λέχου μας μίλησαν για τους ρόλους τους:
«Υποδύομαι τον Γιώργη, τον ψαρά της Πλάκας. Ο Γιώργης, ενώ δεν είναι ένα πρόσωπο που πάσχει από την ασθένεια, το αντικείμενο δηλαδή με το οποίο ασχολείται κυρίως η σειρά, είναι ο βαρκάρης που μεταφέρει τις προμήθειες και ό,τι άλλο χρειάζεται στη Σπιναλόγκα και στους αρρώστους. Επιπλέον είναι ο άνθρωπος που θα υποστεί κατά τη διάρκεια της σειράς την τραγωδία να αρρωστήσουν από την ασθένεια η γυναίκα και η κόρη του. Συμβολικά, αν θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Σπιναλόγκα είναι το καθαρτήριο, ο Γιώργης είναι αυτός που μεταφέρει τις ψυχές στον Άδη, στο καθαρτήριο δηλαδή. Και φυσικά υπόκειται και ο ίδιος σε αυτό το βάσανο. Έχει δύο κόρες, η μια παθαίνει λέπρα αλλά στο τέλος της σειράς γιατρεύεται, ενώ η άλλη έχει τραγικό τέλος, αφού σκοτώνεται λίγο πριν το τέλος της σειράς. Είναι ένα κατεξοχήν τραγικό πρόσωπο ο Γιώργης, που περνάει όλη την ιστορία, από την αρχή ως το τέλος».
«Η Ελένη που υποδύομαι είναι δασκάλα στο χωριό, στην Πλάκα και γυναίκα του Γιώργη η οποία ανακαλύπτει ότι έχει λέπρα και πηγαίνει απέναντι στο νησί. Αν θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω με λίγα λόγια θα έλεγα ότι κουβαλάει πάνω της μια αξιοπρέπεια, με την ουσιαστική και όχι με τη δήθεν έννοια του όρου, δεν είναι καθόλου μίζερη, έχει μια δύναμη ψυχής η οποία βέβαια είναι χαρακτηριστικό που διακρίνει και πολλούς άλλους κατοίκους της Σπιναλόγκας. Αυτό είναι και το πιο ωραίο στην Ελένη νομίζω, το ότι σε όποια συνθήκη και να βρίσκεται, ακόμα και φλερτάροντας με το θάνατο εν προκειμένω, δεν παύει ποτέ να κάνει τη ζωή της καλύτερη και να ελπίζει. Αυτό είναι το βασικό στοιχείο που τη χαρακτηρίζει».
Τα γυρίσματα της σειράς πραγματοποιούνται εξ ολοκλήρου στο χωριό Πλάκα, στην Σπιναλόγκα, στην Ελούντα και στον Άγιο Νικόλαο. Επίσης θα γίνει ένας μήνας γυρισμάτων και στα Χανιά. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται η καλύτερη προσέγγιση της αληθινής ιστορίας και των πραγματικών γεγονότων, τα οποία διαδραματίστηκαν στις συγκεκριμένες τοποθεσίες. Η προεργασία της παραγωγής ξεκίνησε ένα χρόνο πριν την έναρξη των γυρισμάτων με την κατασκευή των σκηνικών και την προετοιμασία των κοστουμιών.
Τέτοιου είδους γυρίσματα έχουν συνήθως πολλές δυσκολίες, τις οποίες ζητήσαμε να μάθουμε από τους πρωταγωνιστές και τον σκηνοθέτη:
Κατερίνα Λέχου: Η μεγαλύτερη δυσκολία στα εκτός έδρας γυρίσματα είναι ο αστάθμητος παράγοντας του καιρού. Πότε φυσάει, πότε κάτι πρέπει να γίνει πολύ γρήγορα και εμείς πρέπει να είμαστε πάντα πολύ συγκεντρωμένοι και πάντα σε ετοιμότητα, σε εγρήγορση. Αυτό είναι το πρακτικό κομμάτι. Το πιο ουσιαστικό είναι ότι πρόκειται για μια σειρά εποχής, αφορά μια πραγματικότητα τελείως έξω από εμάς, και ειδικά από εμένα που είμαι γέννημα θρέμμα της πόλης, παιδί πόλης… Εδώ μιλάμε για τη ζωή σε ένα χωριό οπότε πρέπει τα πάντα, από τον τρόπο που κινείσαι, που περπατάς, που θα πιάσεις κάτι με τα χέρια σου, όλα να είναι μελετημένα γιατί όλα είναι σημαντικά. Και βέβαια, το πιο βασικό ίσως, είσαι ασθενής, πάσχεις από κάτι. Πρέπει να προσέξεις και να διερευνήσεις τα πώς και τα γιατί. Πώς πάσχεις, τι επιπτώσεις έχει αυτό, πώς μπορείς να το εξελίξεις. Μιλάμε για κάτι που θέλει μια όσο γίνεται πληρέστερη ενημέρωση, μια γνώση γύρω από την εποχή, ό,τι πληροφορίες μπορείς να βρεις και μετά βέβαια ο καθένας τα συνθέτει όλα με το δικό του τρόπο.
Στέλιος Μαϊνας: Όντως οι βασικότερες δυσκολίες που έχουν τα εξωτερικά γυρίσματα είναι οι δυσκολίες των εξωτερικών χώρων, η μεταβολή του καιρού που συνήθως δημιουργεί προβλήματα κατά τη διάρκεια του χειμώνα και όλα όσα συνεπάγονται οι φυσικές συνθήκες σε ένα γύρισμα. Σε αντιδιαστολή όμως των δυσκολιών, τα εξωτερικά γυρίσματα και οι φυσικοί χώροι έχουν το μεγάλο προσόν ότι σου δίνουν την αυθεντικότητα που έχει ο τόπος. Και στην Κρήτη περισσεύει η αυθεντικότητα. Ειδικά εδώ, στο μέρος που κάνουμε τα γυρίσματα.
Θοδωρής Παπαδουλάκης: Παρόλο που λένε όλοι ότι ο φετινός χειμώνας δεν ήταν άσχημος, εμάς μας έχει δυσκολέψει αρκετά εδώ στην περιοχή. Ανατρέπεται συνέχεια ο καιρός, από ήλιο σε συννεφιά, από αέρα α σε άπνοια και αυτές είναι συνθήκες που δυσκολεύουν πολύ τα γυρίσματα που στην πλειοψηφία τους είναι εξωτερικά.
Από την άλλη, σε μια σειρά εποχής (πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι αυτή ιστορία διαδραματίστηκε πριν από 60 χρόνια), όλα και σε όλους τους τομείς είναι διαφορετικά, από το ενδυματολογικό, το μακιγιάζ, το σκηνογραφικό, στην υποκριτική. Η δυσκολία είναι ότι κι εγώ, σαν μια νεότερη γενιά, δεν έχω αναφορές σε αυτή την εποχή. Οπότε έπρεπε να κάνω πολύ έρευνα για να μπορέσω να κατανοήσω το πώς ήταν η ζωή τότε, πώς συμπεριφέρονταν οι άνθρωποι στην Κρήτη του 1940. Το μακιγιάζ επίσης είναι πάρα πολύ απαιτητικό σε μια σειρά που μιλάει για λεπρούς. Πέρα από το μακιγιάζ είναι και τα σπέσιαλ εφέ που απαιτούνται, τα προσθετικά που γίνονται πάνω στους ηθοποιούς που υποδύονται τους ασθενείς. Οπότε, ειδικά όταν ένα γύρισμα περιλαμβάνει πολλούς κομπάρσους, υπάρχουν φορές που μπορεί να χρειάζονται ακόμα και γύρω στις 4 ώρες προετοιμασίας.
Το πλέξιμο των παράλληλων ιστοριών πόνου και ελπίδας, δακρύων και γέλιου, ζωής και θανάτου, αποφέρει ένα δραματουργικό τηλεοπτικό αποτέλεσμα που καθηλώνει το θεατή! Πρόκειται για μια τηλεοπτική σειρά που υμνεί την αγάπη και την ελπίδα για τη ζωή.
«Έχω την ελπίδα ότι ο κόσμος θα αγκαλιάσει και θα αγαπήσει «Το Νησί. Είναι μια βαθιά ανθρώπινη σειρά και έχω εμπιστοσύνη στο κριτήριο του κόσμου. Επενδύθηκε κόπος, όνειρα και αγώνας πολλών ανθρώπων για να γίνει πράξη αυτή η σειρά και πιστεύω ότι θα έχει αποτέλεσμα και ανταπόκριση» μας λέει ο Στέλιος Μαϊνας και η Κατερίνα Λέχου συνεχίζει: «Πιστεύω κι εγώ ότι ο κόσμος θα εκτιμήσει «Το Νησί», αν βέβαια και εμείς καταφέρουμε να του περάσουμε την ουσία της ιστορίας με την οποία μπορεί να ταυτιστεί σε πολλά σημεία. Εννοώ ότι διανύουμε μια περίοδο η οποία είναι εξαιρετικά δεινή και στριμωγμένη για πολύ κόσμο. Μπορεί κάποιος να βρει την ταύτιση ή ίσως και την παρηγοριά στο ότι υπό ακόμα χειρότερες συνθήκες, οι άνθρωποι ποτέ δεν έχαναν την ελπίδα τους, ποτέ δεν έχαναν το σθένος να κάνουν τη ζωή τους καλύτερη, στο μέτρο του δυνατού. Και βέβαια ζητούμενο είναι να μπορέσουμε να συγκινήσουμε τον κόσμο γιατί για μένα το να κάνω ένα έργο τέχνης σημαίνει να μπορώ να συγκινήσω κάποιον, να του κινήσω κάτι μέσα στην ψυχή του. Αν μπορέσουμε να πετύχουμε αυτά τα δύο, τότε νομίζω ότι θα έχουμε κερδίσει το στοίχημα».
Δημοσιεύτηκε στο GO HANIA την άνοιξη του 2010