Ένα θετικό ρεύμα σκέψης μέσα στο ταραγμένο πέλαγος της σύγχρονης Αρχιτεκτονικής.
Επιμέλεια: Στέφανος Σκανδάλης & Άντζελα Βακάκη
Πηγή φωτογραφιών: ΚΤΙΡΙΟ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
Φωτογραφία: Alex Fradkin Photography
Ο μέσος άνθρωπος κατοικεί σήμερα κυρίως σε πόλεις (μικρές και μεγάλες) και οικισμούς. Αν δεν έχει την τύχη να μένει σε «ακριβές» περιοχές, τότε η συνηθισμένη παρατήρηση-καταγγελία, που κάνει, μιλά για έλλειψη χώρων parking και πρασίνου, παιδικών χαρών κ.λπ. Συνήθως, μιλά αρνητικά για το υλικό κατασκευής των κτιρίων (Béton Armé), ενώ αδιαφορεί αν το μπαλκόνι
του έχει μετατραπεί σε αποθήκη εγκαταλελειμμένων οργάνων γυμναστικής, τα δώματα έχουν γίνει ζούγκλα ηλιακών πάνελ, ντεπόζιτων νερού, κεραιών TV και ό,τι άλλο βάλει ο νους σας, χωρίς ίχνος πρασίνου στις οριζόντιες και κάθετες επιφάνειες των κτιρίων.
Κείμενο: Στέφανος Σκανδάλης, Αρχιτέκτονας
Το σκηνικό αυτό δεν έχει εντοπιότητα. Μπορεί να παρατηρηθεί παντού. Τι μπορεί να κάνει η Αρχιτεκτονική; Τι πρόσβαση έχει ο μέσος άνθρωπος στην ορθή αρχιτεκτονική πράξη; Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα περνάει από τον κεντρικό προβληματισμό: Η κοινωνία σήμερα πιστεύει πραγματικά ότι η Τέχνη μπορεί να δώσει λύσεις ή στο μεγαλύτερο μέρος της δηλώνει αδιάφορη ή και αρνητική ως προς αυτό το ερώτημα;
Αλλά τι είναι Τέχνη;
Τι είναι Αρχιτεκτονική Τέχνη;
Τέχνη είναι αυτό το κάτι, με το οποίο όταν συναντηθούμε γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι. Καλύτεροι σε όλα τα επίπεδα, ψυχικό, πνευματικό, διανοητικό, σωματικό, κ.λπ. Δεν είναι τυχαίο ότι στην αρχαιότητα με την λέξη Τέχνη περιγράφαμε και την επιστήμη (μαζί με την Τέχνη). Μέχρι σήμερα λέμε: «Η ιατρική Τέχνη λέει ότι…». Αν, παραδείγματος χάρη, πάμε σε ένα σινεμά να δούμε μια ταινία και αφού τη δούμε, βγούμε από το σινεμά οι ίδιοι άνθρωποι που ήμασταν πριν μπούμε μέσα, τότε δεν συναντηθήκαμε με την Τέχνη (μέσα στο σινεμά αυτό).
Αν, όμως, η ταινία που είδαμε μας προβληματίσει και μας κάνει πιο ανεκτικούς με το συνάνθρωπο, πιο ευγενικούς με την οικογένεια κ.λπ., τότε, ναι, η ταινία αυτή επέδρασε καλλιτεχνικά πάνω μας. Μας έκανε καλύτερους ανθρώπους. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να διακρίνουμε και κατηγορίες της Τέχνης, όπως την «υψηλή» Τέχνη, την «Λαϊκή» Τέχνη, το απλό μεράκι κ.λπ. Όλες, όμως, κάνουν τον άνθρωπο καλύτερο.
Και τι είναι Αρχιτεκτονική;
Αρχιτεκτονική είναι μια σύνθετη λέξη. Αποτελείται από το πρόθημα «αρχι», που δηλώνει υπεροχή, αρχηγία, (λέμε π.χ. αρχιστράτηγος, αρχίατρος, αρχιμάγειρας κ.λπ. ) και τη λέξη Τεκτονική που στην καθομιλουμένη μπορούμε να την αποδώσουμε ως οικοδομική. Αρχιτεκτονική, λοιπόν, είναι το ηγετικό τμήμα της οικοδομικής και ως τέτοιο δίνει στον άνθρωπο δύο πράγματα:
Α) Σωματική άνεση (Comfort)
Β) Ψυχική ανάταση
Τα κτίρια που σταματούν στο Α) δεν αφορούν την Αρχιτεκτονική αλλά σταματούν στην απλή οικοδομική. Προϋπόθεση του Β) είναι η ύπαρξη του Α) (δεν μπορούμε να έχουμε ψυχική ανάταση, όταν για παράδειγμα η στέγη μας βάζει νερό). Να, λοιπόν, που τώρα με αυτήν την ανάγνωση καταλαβαίνουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των κτιρίων που μας περιβάλλει δεν αφορά την Αρχιτεκτονική αλλά την απλή (και πολλές φορές κακή) οικοδομική. Ένα άλλο θέμα (πολύ σημαντικό) που πρέπει να θίξουμε για να κατανοήσουμε τον κόσμο της Τέχνης είναι ότι με την έλευση της πρώιμης Μοντέρνας Τέχνης καταργήθηκε η κοινά αποδεκτή Παράδοση. Τη θέση της πήραν διάφορα ρεύματα σκέψης (οι λεγόμενοι -ισμοί) συχνά αλληλοσυγκρουόμενα μεταξύ τους (π.χ. ο Μινιμαλισμός με τον Μαξιμαλισμό).
Να γιατί μπορεί ένα συγκεκριμένο έργο να είναι για κάποιους Έργο Τέχνης, ενώ για άλλους όχι (είναι γνωστή η αντιπάθεια μεταξύ δύο μέγιστων, σύγχρονων Αρχιτεκτόνων, του Frank Lloyd Wright και του Mies Van Der Rohe)
Το γεγονός αυτό πολλές φορές αποπροσανατολίζει το πλατύ κοινό μαζί με το ότι ο πρώιμος Μοντερνισμός γενικά αρνήθηκε την τοπική και ιστορική διάσταση του ανθρώπου, στοχεύοντας σε μια
οικουμενική Τέχνη που οραματικά θα μας ανύψωνε σε έναν πιο δίκαιο κόσμο. Μπορούμε να πούμε τώρα ότι μαζί με τα απόνερα έριξε και το μωρό στα απόβλητα. Αρνούμενος βασικά την τοπική και ιστορική διάσταση αυτή, άφησε ένα μεγάλο κενό στον ψυχισμό του μέσου ανθρώπου που ξαφνικά διέκοψε μια πορεία χιλιετιών στον (συγκεκριμένο) τόπο διαβίωσής του συντροφιά με τις παραδόσεις του. Διάφορες αναθεωρητικές τάσεις του πρώιμου Μοντερνισμού προσπάθησαν να καλύψουν αυτό το ορατό κενό: Από την οργανική Αρχιτεκτονική του Frank Lloyd Wright και του
Alvar Aalto, την μνημειακότητα του Louis Khan, τη συναισθηματική αρχιτεκτονική του Louis Barragan και άλλων που προσπάθησαν να συνδέσουν το Μοντερνισμό με όλη την πολυεπίπεδη ανθρώπινη υπόσταση συμπεριλαμβανομένης της τοπικής.
Για να καταλάβουμε τη σημερινή εικόνα της σύγχρονης Αρχιτεκτονικής θα πρέπει να παρακολουθήσουμε την πορεία της από τα πρώτα της βήματα μέχρι σήμερα. Η ιστορία της δεν είναι αποκομμένη από αυτήν των άλλων Τεχνών, όπως της ζωγραφικής και της γλυπτικής. Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι μετά από την πρώτη «ηρωική» περίοδο του πρώιμου Μοντερνισμού
(τέλη 19ου, αρχές 20ου αιώνα) με τους μεγάλους πρωταγωνιστές της (Le Corbusier, Frank Lloyd Wright, Alvar Aalto και άλλους) αυτή περιήλθε σε τέλμα τη δεκαετία του ’50 και ’60 (International style) μέχρι που διάφορα αναθεωρητικά ρεύματα σκέψης προσπάθησαν να την βγάλουν από αυτό το τέλμα. Το πιο γνωστό ίσως είναι ο Μεταμοντερνισμός που αφού προκάλεσε πολλές αναταράξεις, άφησε χώρο για το επόμενο αναθεωρητικό κίνημα, τον Αποδομισμό, το μακρινό 1989. Έκτοτε διάφορες τάσεις ακολουθούν η μία την άλλη με κοινό χαρακτηριστικό, όμως, ότι δεν ελπίζουν πια να κάνουν τον κόσμο καλύτερο και πιο δίκαιο, όπως οι πρώιμοι Μοντερνιστές, αλλά αρκετές φορές εξωραϊζουν αισθητικά την παγκοσμιοποιημένη αγορά πίσω από «όψεις παρηγοριάς» σύμφωνα με τις οποίες η τεχνολογική διάσταση από μέσον έχει γίνει αυτοσκοπός.
Σήμερα, όλο αυτό το σκηνικό έχει αποξενώσει το μέσο άνθρωπο από την Τέχνη γενικότερα, στερώντας του τόσο την επαφή με τις ρίζες του, τον τόπο του, όσο και με τη δυνατότητα αυτοβελτίωσης που εξ’ ορισμού, όπως είδαμε, του παρέχει η Τέχνη. Κυρίως, όμως, έχει κάνει τον μέσο άνθρωπο να χάσει την επαφή με την ουσία της Αρχιτεκτονικής που είναι η κατοίκηση.
Ένα σύγχρονο ρεύμα σκέψης σήμερα που μπορεί να δώσει λύση σε πολλά αρχιτεκτονικά αδιέξοδα, που προανέφερα, είναι ο «Κριτικός Τοπικισμός». Το ρεύμα αυτό αρχιτεκτονικής σκέψης βάζει ως αφετηρία της αρχιτεκτονικής πράξης τον τόπο. Ο άνθρωπος, απαράλλακτα όπως τα άλλα ζώα, φτιάχνει «φωλιές» με ό,τι μέσο του είναι πιο προσβάσιμο και οικονομικό. Και τοπικά μέσα σημαίνουν τοπικές κατασκευαστικές μεθόδους, τοπικά υλικά, απαντήσεις στις τοπικές κλιματικές συνθήκες, (ζέστη, κρύο, ηλιασμός, άνεμοι, κ.λπ.) που όλα μαζί οδηγούν (μαζί με νέες ιδέες και
υλικά μέσα) σε συγκεκριμένες, ορθές, αρχιτεκτονικές απαντήσεις. Ο Κριτικός Τοπικισμός αφουγκράζεται τον τόπο και τον πολιτισμό του. Ενδιαφέρεται για τη νεωτερικότητα από μια θέση όχι εμπροσθοφυλακής (Avant-garde), αλλά οπισθοφυλακής (Arrière garde), μια και από εκεί μπορεί να αισθανθεί τόσο το νέο που έρχεται όσο και το παλιό που προϋπήρχε.
Τη θέση αυτή διατύπωσε ο παγκόσμια γνωστός, θεωρητικός και ιστορικός Αρχιτεκτονικής Kenneth Frampton που από τους πρώτους εισήγαγε τον όρο «Critical Regionalism» (Κριτικός Τοπικισμός) στην παγκόσμια ιστορία της Αρχιτεκτονικής. Με τιμά ιδιαίτερα το γεγονός ότι είμαι από τους πρώτους που διάβασαν το τελευταίο κείμενό του για αυτό το σημαντικό ρεύμα σκέψης που ακολουθεί.
CRITICAL REGIONALISM REVISITED K E N N E T H F R A M P TO N
1. The term “critical regionalism” was coined by Alex Tzonis and Liliane LeFevre in their 1981 essay, “The Grid & the Pathway” featuring the work of the two leading Greek architects of the 1950’s; the one emphasizing the special rationality of the grid and the other emphasizing the phenomenological, corporeal experience of the subject as it negotiated the “place-form.” Their use of the adjective critical was to distinguish these two quite different regional expressions from the kitsch vernacular of the Third Reich in the second half of the 1930’s.
2. I appropriated this term in 1983 in an attempt to revisit the postmodern tendency to reduce the art of architecture either to the optimized technology of “hi-tech” or to the scenography of the 1980 Venice Biennale or to a decadent synthesis of both.
3. It is clear from the 5th edition of my Modern Architecture: Critical History of 2020 that the culture of contemporary architecture has become increasingly diverse.
4. In my view a critically creative culture of architecture must not only stem from a sensitive response to the exigencies of the climate but also from the topography of the given site. With regard to this last such an approach favors the horizontal rather that the vertical. As the Japanese architect Tadao has put it: “I think over a certain height architecture is no longer possible.” Although Ando has never specified this height some guidance is given by Alison and Peter Smithson’s observation that “Above the 6th floor one loses contact with the ground.” In any event this is the substance of Vittorio Gregotti’s thesis of 1967, Il territorio dell’archittectura.
5. What was implied in my “Six Points for an Architecture of Resistance” of 1983 was the ideal of a certain local sovereignty capable of resisting the forces of globalized capitalism. This has since been characterized by Massimo Cacciari as federation from the bottom as opposed to the current neoliberal superimpositions of the European Union. Twice serving as mayor of Venice it is clear that Cacciari remains committed to the long-standing legacy of the semi-autonomous European “citystate” which, as it happens was also the beginnings of my own interests in the expression of local cultural identity.
6. In this regard I remain committed to the Arendtian idea of architecture as “a space of public appearance” which, in my view, needs to be consciously incorporated into every commission, except possibly the private house.
7. The ongoing digitally homogenous inherently placeless force of the commodifying algorithm is inherently anti-thetical to regional differentiation not only aesthetically but also politically.
8. In their seminal essay, “The Grid & the Pathway” of 1981 in which they first coined the term Critical Regionalism, Alex Tzonis & Liane Lefevre singled out the Benaki St apartment block in Athens of Dimitri & Susanna Antonakaki dating from 1974, for synthesizing the dialogical & in many respects antithetical relationship between Dimitri Pikionis’s highly topographic Philopappou Hill in Athens of 1959 and the structural grid of Konstantinidos’s Janina archeological museum of approximately the same date! As l wrote in 1985, Tzonis considered the Benakis building as combining the labyrinthic pathway of the Greek island vernacular with a regular trabeated Neo- Corbusian reinforced concrete grid!
If there is one particular architect who is still fully engaged in practice & who in my view is still an exemplary Critical Regionalist, then it is the Portuguese master Alvaro Siza whose Beires House in Povoa do Varzim of 1974 already served to establish the subtlety of the line!
ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΤΟΠΙΚΙΣΜΟΣ
K E N N E T H F R A M P TO N
1. Ο όρος «κριτικός τοπικισμός» επινοήθηκε από τους Αλέξανδρο Τζώνη και Λιάν Λεβέβρ στο δοκίμιό τους «Ο κάναβος και η πορεία (The Grid and the Pathway) του 1981, στο οποίο παρουσιάζεται το έργο των δύο κορυφαίων Ελλήνων αρχιτεκτόνων της δεκαετίας του 1950- ο ένας δίνει έμφαση στην ιδιαίτερη ορθολογικότητα του κάναβου και η άλλη δίνει έμφαση στη φαινομενολογική, σωματική εμπειρία του υποκειμένου καθώς διαπραγματεύεται τη «μορφή του τόπου». Η χρήση του επιθέτου «κριτικός» από τους ιδίους αποσκοπούσε στη διάκριση αυτών των δύο εντελώς διαφορετικών τοπικών διαστάσεων από την κιτς δημώδη γλώσσα του Τρίτου Ράιχ στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930.
2. Οικειοποιήθηκα τον όρο αυτό το 1983 σε μια προσπάθεια να επανεξετάσω τη μεταμοντέρνα τάση να μειώσει την τέχνη της αρχιτεκτονικής είτε στη βελτιστοποιημένη τεχνολογία της «υψηλής τεχνολογίας» είτε στη σκηνογραφία της Μπιενάλε της Βενετίας του 1980 είτε σε μια παρακμιακή σύνθεση και των δύο.
3. Είναι σαφές από την 5η έκδοση του βιβλίου μου «Σύγχρονη αρχιτεκτονική: Κριτική Ιστορία (Modern Architecture: Critical History) του 2020 ότι η κουλτούρα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής έχει γίνει όλο και πιο ποικιλόμορφη.
4. Κατά την άποψή μου, μια κριτικά δημιουργική κουλτούρα της αρχιτεκτονικής δεν πρέπει να απορρέει μόνο από μια ευαίσθητη ανταπόκριση στις απαιτήσεις του κλίματος αλλά και από την τοπογραφία του εκάστοτε τόπου. Όσον αφορά αυτό το τελευταίο, μια τέτοιου είδους προσέγγιση ευνοεί την οριζόντια αντί της κάθετης. Όπως το έθεσε ο Ιάπωνας αρχιτέκτονας Tadao: «Νομίζω ότι πάνω από ένα ορισμένο ύψος η αρχιτεκτονική δεν είναι πλέον δυνατή». Αν και ο Ando δεν έχει προσδιορίσει ποτέ αυτό το ύψος, κάποια καθοδήγηση δίνεται από την παρατήρηση των Alison και Peter Smithson ότι «πάνω από τον 6ο όροφο χάνει κανείς την επαφή με το έδαφος». Σε κάθε περίπτωση αυτό είναι το περιεχόμενο της διατριβής του Βιτόριο Γκρεγκότι του 1967, «Το πεδίο της Αρχιτεκτονικής (Il territorio dell’archittectura.)
5. Αυτό που υπονοούσα στα «Έξι σημεία για μια αρχιτεκτονική της αντίστασης («Six Points for an Architecture of Resistance) του 1983 ήταν το ιδανικό μιας ορισμένης τοπικής κυριαρχίας ικανής να αντισταθεί στις δυνάμεις του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Αυτό έχει έκτοτε χαρακτηριστεί από τον Μάσιμο Κατσιάρι ως ομοσπονδία εκ του βάθους σε αντίθεση με τις σημερινές νεοφιλελεύθερες υπερθέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχοντας διατελέσει δύο φορές δήμαρχος της Βενετίας, είναι σαφές ότι ο Κατσιάρι παραμένει προσηλωμένος στη μακρόχρονη κληρονομιά της ημιαυτόνομης ευρωπαϊκής «πόλης-κράτους», η οποία τυχαίνει να είναι και η απαρχή των δικών μου ενδιαφερόντων για την έκφραση της τοπικής πολιτιστικής ταυτότητας.
6. Από αυτή την άποψη παραμένω προσηλωμένος στην Αρεντιανή ιδέα της αρχιτεκτονικής ως «χώρου δημόσιας εμφάνισης», η οποία, κατά την άποψή μου, πρέπει να ενσωματώνεται συνειδητά σε κάθε ανάθεση, εκτός ενδεχομένως από την ιδιωτική κατοικία.
7. Η συνεχιζόμενη ψηφιακά ομοιογενής εγγενή δύναμη με έλλειψη τοπικής αναφοράς του αλγορίθμου εμπορευματοποίησης είναι εγγενώς αντιθετική προς την περιφερειακή διαφοροποίηση όχι μόνο αισθητικά αλλά και πολιτικά.
8. Στο δοκίμιό τους, «The Grid & the Pathway» του 1981, στο οποίο επινόησαν για πρώτη φορά τον όρο Critical Regionalism, οι Alex Tzonis & Liane Lefevre ξεχώρισαν την πολυκατοικία της οδού Μπενάκη στην Αθήνα του Δημήτρη και της Σουζάνας Αντωνακάκη που χρονολογείται από το 1974, για τη σύνθεση της διαλογικής και από πολλές απόψεις αντιθετικής σχέσης μεταξύ του τοπογραφικού λόφου Φιλοπάππου του Δημήτρη Πικιώνη στην Αθήνα του 1959 και του δομικού πλέγματος του αρχαιολογικού μουσείου Ιωαννίνων του Κωνσταντινίδη της ίδιας περίπου χρονολογίας! Όπως έγραψε το 1985, ο Τζώνης θεώρησε ότι το κτίριο Μπενάκη συνδυάζει το λαβυρινθώδες μονοπάτι της νησιωτικής Ελληνικής λαϊκής αρχιτεκτονικής με ένα νεοκορμπουζιανό πλέγμα από ρυθμικές δοκούς με ενισχυμένο σκυρόδεμα! Εάν υπάρχει ένας συγκεκριμένος αρχιτέκτονας που είναι πλήρως ενεργός και να ασχολείται με τον κριτικό τοπικισμό κατά την άποψή
μου εξακολουθεί να είναι ένας υποδειγματικός κριτικά τοπικιστής αρχιτέκτονας, ο Πορτογάλος δάσκαλος Alvaro Siza του οποίου το σπίτι Beires στο Povoa do Varzim του 1974 χρησιμοποιήθηκε για να καθιερώσει την λεπτότατή του γραμμή!